εργάζομαι

εργάζομαι
και εργάζω (AM ἐργάζομαι)
1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω», ΠΔ)
2. απασχολούμαι κάπου επαγγελματικά, ασκώ ως βιοποριστικό επάγγελμα (α. «εργάζεται σε μηχανουργείο» β. «οὐκ ἔξεστι ξένῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐργάζεσθαι», Δημοσθ.)
3. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι (α. «εργάζεται καλά το ασήμι» β. «ἐργάζομαι γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους», Ξεν.)
4. (για μηχάνημα, όργανο κ.λπ.) λειτουργώ κανονικά (α. «δεν εργάζεται το νεφρό του» β. «επισκευάσανε τη μηχανή και εργάζεται» γ. «τάς δε... φύσας... ἐς πῡρ ἔτρεψε κέλευσέ τε ἐργάζεσθαι» — ο Ήφαιστος γύρισε τα φυσερά του προς τη φωτιά και τά έβαλε να δουλεύουν, Ομ. Ιλ.)
5. κατασκευάζω (α. «ψιλό πανί εργάζεται» β. «εἰργάσαντο τὸ τεῑχος»)
6. εκτελώ, περατώνω (α. «πράμ’ άξιο δεν εργάζεται, μηδέ ποτέ τιμάται» β. «ἔνθα κεν ἀεικέα ἔργα ἐργάζοιο», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. εκτελώ την καθημερινή μου εργασία, πάω στη δουλειά μου («αρρώστησε και δεν εργάζεται»)
2. ενεργ. εργάζω
α) ασχολούμαι («ό,τι ώρα σέ στοχάζομαι και μετά σένα εργάζω»)
β) μηχανεύομαι, επινοώ («κι αυτά εργάζει ο δαίμονας»)
μσν.- νεοελλ.
1. προσπαθώ, αγωνίζομαι («εργάστηκε και κατόρθωσε αυτό που ήθελε)
2. επινοώ («τί εργάστηκε το μυαλό του!»)
μσν.
μηχανορραφώ
αρχ.-μσν.
1. καθιστώ («μικροῡ δεῑν ὅλον ξηρὸν εἴργασται», Λουκιαν.)
2. (για το πεπτικό σύστημα) χωνεύω (την τροφή)
3. κερδίζω («πλέον ἀργύριον ἀπὸ σοφίας εἴργασται», Πλάτ.)
αρχ.
1. μετέχω σε ιεροτελεστίες («oἱ τὰ αισχρά ἐργαζόμενοι ἐκ τοῡ ἱεροῡ ἐσθίουσιν», ΚΔ)
2. προκαλώ («...κέρδη πημονὰς ἐργάζεται», Σοφ.)
3. (για γυναίκα) είμαι πόρνη
4. φρ. α) «ἔργον ἐργάζομαι» — αναλαμβάνω δράση
β) «κακὰ ἐργάζομαί τινα» — προξενώ κακό σε κάποιον, ετοιμάζομαι να βλάψω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι το σημαντικότερο από τα παράγωγα τής λ. έργον και αρχικά χρησιμοποιούνταν για την εργασία που είχε σχέση με την καλλιέργεια τής γης ή για την εργασία που γινόταν με το χέρι ή ακόμη την καλλιτεχνική. Αργότερα έλαβε τη σημ. «προξενώ» (πρβλ. εργάζομαι κακά) και «κερδίζω» (πρβλ. εργάζομαι χρήματα). Στη Νέα Ελληνική δηλώνει γενικώς κάθε είδους παραγόμενη εργασία.
ΠΑΡ. εργασία
αρχ.
εργαστήρ, εργαστής, εργαστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εργάζομαι — εργάζομαι, εργάστηκα βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐργάζομαι — work pres ind mp 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάζομαι — εργάστηκα 1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία. 2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα. 3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα. 4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴργασθε — ἐργάζομαι work plup ind mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf imperat mp 2nd pl ἐργάζομαι work perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασμένα — ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) ἐργασμένᾱ , ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάζεσθε — ἐργάζομαι work pres imperat mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work pres ind mp 2nd pl (attic) ἐργάζομαι work imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμέναι — ἐργάζομαι work perf part mp fem nom/voc pl εἰργασμένᾱͅ , ἐργάζομαι work perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένον — ἐργάζομαι work perf part mp masc acc sg ἐργάζομαι work perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰργασμένων — ἐργάζομαι work perf part mp fem gen pl ἐργάζομαι work perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”